φανειρός

φανειρός
-ά, -όν, Α
βλ. φανερός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φανερός — ή, ό / φανερός, ά, όν, ΝΜΑ, και θηλ. και ός, και φανειρός, ά, όν, Α 1. αυτός που φαίνεται, ορατός, εμφανής, ευδιάκριτος (α. «φανερός στόχος για τους εχθρούς» β. «τὸ δὲ πάλαι φανερῶν τῶν πηγῶν οὐσῶν», Θουκ.) 2. φρ. «στα φανερά» και «ἐς [και εἰς]… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”